ἐπίπαστος

ἐπίπαστος
ἐπί-παστος, η, ον,
A sprinkled over,

ἐπίπασται τευθίδες Philox.2.16

.
II ἐπίπαστον, τό, a kind of cake with comfits (or the like ) upon it, Ar.Eq.103, 1089, Pherecr.130.3; but (sc. φάρμακον), = ἐπίπασμα, Hp.Hum.5, Theoc. 11.2, Aret.CA2.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επίπαστος — η, ο (Α ἐπίπαστος, η, ον) [επιπάσσω] πασπαλισμένος πάνω σε κάτι ή με κάτι αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπαστον α) είδος πλακούντα (πίτας) πασπαλισμένου με καρυκεύματα β) ἐπίπαστον (ενν. φάρμακον) έμπλαστρο …   Dictionary of Greek

  • ἐπίπαστον — ἐπίπαστος sprinkled over masc/fem acc sg ἐπίπαστος sprinkled over neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπάστοις — ἐπίπαστος sprinkled over masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπάστοισιν — ἐπίπαστος sprinkled over masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπαστα — ἐπίπαστος sprinkled over neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπαστοι — ἐπίπαστος sprinkled over masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”